- εὔφθογγος
- εὔφθογγ-ος, ον,A wellsounding, cheerful,
λύρη Thgn.534
;κελάδους -οτέρους A.Ch.341
(anap.);σύριγγες E.Tr.127
(lyr.); sweet-voiced, of birds, Str.15.1.69: [comp] Sup., Id.6.1.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λύρη Thgn.534
;κελάδους -οτέρους A.Ch.341
(anap.);σύριγγες E.Tr.127
(lyr.); sweet-voiced, of birds, Str.15.1.69: [comp] Sup., Id.6.1.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύφθογγος — εὔφθογγος, ον (Α) 1. αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ εὐφθόγγων φωναῑς», Ευρ.) 2. (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά φωνή («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων πλῆθος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθόγγος] … Dictionary of Greek
εὔφθογγος — wellsounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφθογγότατα — εὔφθογγος wellsounding adverbial superl εὔφθογγος wellsounding neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφθογγον — εὔφθογγος wellsounding masc/fem acc sg εὔφθογγος wellsounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφθογγοτέρους — εὔφθογγος wellsounding masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφθόγγοισιν — εὔφθογγος wellsounding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφθόγγου — εὔφθογγος wellsounding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφθόγγους — εὔφθογγος wellsounding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφθόγγων — εὔφθογγος wellsounding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφθογγοι — εὔφθογγος wellsounding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] … Dictionary of Greek